Μενοικέα

Μενοικέα
Μενοικέᾱ , Μενοικεύς
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Φοίνισσαι — Τραγωδία του Ευριπίδη. Διδάχτηκε το 4Q9 ή 408 π.Χ. Μαζί με τις τραγωδίες Οινόμαος και Χρύσιππος αποτελούσε τριλογία, η οποία σε διαγωνισμό πήρε το δεύτερο βραβείο. Το έργο αυτό ονομάστηκε έτσι από τον χορό, που τον αποτελούν Φοίνισσες, τις οποίες …   Dictionary of Greek

  • επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… …   Dictionary of Greek

  • κρέων — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Μενοικέα και βασιλιάς της Θήβας. Κατά την παράδοση, ανέλαβε τη βασιλεία για μικρό χρονικό διάστημα, μετά τον θάνατο του Λάιου, ενώ στη συνέχεια την παραχώρησε στην αδελφή του Ιοκάστη, χήρα του Λάιου, και… …   Dictionary of Greek

  • κρεών — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Μενοικέα και βασιλιάς της Θήβας. Κατά την παράδοση, ανέλαβε τη βασιλεία για μικρό χρονικό διάστημα, μετά τον θάνατο του Λάιου, ενώ στη συνέχεια την παραχώρησε στην αδελφή του Ιοκάστη, χήρα του Λάιου, και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Ιοκάστη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρωίδα της Βοιωτίας, μητέρα του Αγαμήδη από τον Δία ή τον Απόλλωνα. Μεταγενέστεροι θηβαϊκοί μύθοι την εμφανίζουν ως κόρη του Μενοικέα και αδελφή του Κρέοντα. Επειδή στον γάμο της με τον Λάιο δεν μπορούσε να αποκτήσει παιδιά,… …   Dictionary of Greek

  • Περιήρης — I Ένας από τους αρχηγούς (ο άλλος ήταν ο Κραταιμένης) των Χαλκιδαίων και των Κυμαίων της Ιταλίας. Ίδρυσαν το 725 π.Χ. στη Σικελία την αποικία Ζάγκλη (ζάγκλο = δρεπάνι), που την ονόμασαν έτσι γιατί το φυσικό λιμάνι της είχε σχήμα δρεπανιού. II… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”